- ζῳοτροφίᾳ
- ζῳοτροφίᾱͅ , ζῳοτροφίαfeeding of animalsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωοτροφία — (I) η (Μ ζωοτροφία) [ζωοτρόφος (Ι)] η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση τής ζωής νεοελλ. στον πληθ. οι ζωοτροφίες τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση τής ζωής, τα αναγκαία προς το ζην μσν. 1. ο ανεφοδιασμός 2. συσσίτιο. (II) η (AM ζῳοτροφία)… … Dictionary of Greek
ζωοτροφία — η 1. διατροφή των ζώων. 2. στον πληθ., ζωοτροφίες τρόφιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζῳοτροφίας — ζῳοτροφίᾱς , ζῳοτροφία feeding of animals fem acc pl ζῳοτροφίᾱς , ζῳοτροφία feeding of animals fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτροφικός — (I) ή, ό [ζωοτροφία (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι) 2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες. (II) ή, ό (AM ζῳοτροφικός, ή, όν) [ζωοτροφία (ΙΙ)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία… … Dictionary of Greek
ζωοκομία — η η επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων, το έργο τού ζωοκόμου, η ζωοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδάμ. Κοραή] … Dictionary of Greek
ζωοτροφή — η (Μ ζωοτροφή) η τροφή, τα τρόφιμα, τα αναγκαία για τη συντήρηση τού ανθρώπου, η ζωοτροφία νεοελλ. στον πληθ. οι ζωοτροφές τροφικές ύλες που είτε καλλιεργούνται είτε παρασκευάζονται βιομηχανικώς για την εκτροφή ζώων και πουλερικών μσν. τα προς το … Dictionary of Greek
κτηνοτροφία — η η συστηματική διατροφή κατοικίδιων ή άλλων ζώων για οικονομική εκμετάλλευσή τους, η ζωοτροφία: Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής ασχολούνται με την κτηνοτροφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)